-
1 τύμπανα
τύμπανονkettledrum: neut nom /voc /acc pl -
2 τύμπαν'
τύμπανα, τύμπανονkettledrum: neut nom /voc /acc plτύμπανε, τύμπανοςmasc voc sg -
3 παταγέω
παταγέω, klappern, klatschen, mit den Händen, und übh. von jedem heftigen Geräusch, das durch das Zusammentreffen zweier Körper entsteht, wie der Wolken, βαρεῖαι εἰς ἀλλήλας ἐμπίπτουσαι ῥήγνυνται καὶ παταγοῠσιν, Ar. Nub. 378, vgl. 389; von den Wellen des Meeres, platschen, plätschern, Theocr. 22, 15; παταγεῠσα ἅλς, Antp. Sid. 67 (VII, 8); u. von anderem Geräusch, παταγοῠσιν ἅτε πτηνῶν 49, wo παταγεῖ καὶ ϑορυβῶδες φϑέγγεται dem ᾄδει entgegengesetzt ist; Ael. H. A. 12, 28; vom Knirschen der Zähne, Philostr. – Sprichwörtlich καλὰ δὴ παταγεῖς, gut getroffen (vgl. παταγών). – Transit., πολλοὶ τύμπανα παταγέουσιν, Luc. Dea Syr. 50, u. dah. auch pass., Tim. 3 ἡ βροντὴ ἐπαταγεῖτο.
-
4 πλαταγέω
πλαταγέω, klatschen, in die Hände klatschen, Theocr. 8, 88; von zusammenschlagenden, breiten Körpern, einen klatschenden Schall von sich geben, ὄστρεα Antiphil. 22 (IX, 86), u. a. Sp. Vgl. οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτιμαξάμενον πλατάγησεν, Theocr. 3, 29, u. ib. Schol. S. πλαταγώνιον u. πλατάγημα. – Auch trans., schlagen, daß es klatscht, bes. τύμπανα, Antp. Sid. 27 Alc. Mess. 8 (VI, 218. 219); auch στήϑεα, Bion 1, 4; u. im pass., ϑαλάμων ϑύραι ἐπλαταγεῦντο, Mel. 125 (VII, 182), sie ertönten.
-
5 τύμπανον
τύμπανον, τό (gebräuchlichere Form statt τύπανον), ein bes. beim Gottesdienst der Cybele gebräuchliches Tonwerkzeug, das wie eine Pauke geschlagen ward, Handpauke, Handtrommel, mit hohlem, halbrund gewölbtem Bauche oder Schallboden, wie unsere Kesselpauke; Eur. Bacch. 59; βαρύβρομα, 156; βυρσοτενῆ, Hel. 1363; τυμπάνων ἀλαλαγμοί, ἀράγματα, Cycl. 65. 204; εὐϑὺς τὰ τύμπανα ἐπαταγεῖτο, Luc. Bacch. 4; Her. 4, 76; ὑπὸ τυμπάνοις χορεύων, Luc. D. D. 18, 1. – Uebh. ein Werkzeug zum Schlagen, Prügel, Ar. Plut. 476, wo der Schol. sagt ξύλα, οἷς τύπτονται ἐν τοῖς δικαστηρίοις οἱ τιμωρούμενοι. – Auch ein Werkzeug zum Kopfabschlagen, Luc. catapl. 6. – Wie bei Virgil. die tympana Wagenräder ohne Speichen aus einem Stück Holz gemacht, Klotz-oder Wellenräder sind, so bedeutet es übh. einen flachen, hölzernen Körper; in der Baukunst das dreieckige, hölzerne Giebelfeld, tympanum fastigii, auch die Füllung der Thürflügel, tympanum forium, Vitruv.
-
6 τάβαλα
-
7 βυρσο-τενής
βυρσο-τενής, ές, mit Leder überspannt, τύμπανα Eur. Hel. 1367.
-
8 κωφάω
κωφάω, stumm machen, übertäuben; τύμπανα σιγάζει κώφησέ τε πᾶσαν ἰωήν Opp. Cyn. 3, 286; – taub machen, betäuben; τὸν ὑπ' ἀπαιδευσίας κεκωφημένον τῶν ὤτων ἐξελκύσας Clearch. bei Ath. XII, 516 b. – Auch κωφέω, Hesych.
-
9 κύφων
κύφων, ωνος, ὁ, das krummgebogene Holz; – a) zum Ziehen des Pfluges, Joch, Theogn. 1201; von einem andern Theile des Wagens, Poll. 1, 143, κυφῶνες. – b) zum Krummschließen u. Foltern der Missethäter, Nackenholz, vgl. Poll. 10, 177, wo er aus Cratin. anführt ἐν τῷ κυφῶνι τὸν αὐχένα ἔχων; Ar. sagt ὦ τύμπανα καὶ κύφωνες οὐκ ἀρήξετε Plut. 476, vgl. 606 εἶμι δὲ ποῖ γῆς; – ἐς τὸν κύφωνα, in den Block; δεϑῆναι ἐν τῷ κύφωνι ἐν τῇ ἀγορᾷ Arist. pol. 5, 6; bei Luc. Necyom. 14 sind vrbdn στρέβλαι καὶ κύφωνες καὶ τροχοί – Dah. auch ein Mensch, der diese Strafe verdient hat, Archil. bei Schol. Ar. a. a. O. u. VLL. – Nach Phot. auch ein Frauenkleid.
-
10 κύμβαλον
-
11 κατ-αυλέω
κατ-αυλέω, Einem auf der Flöte vorspielen, Einen durch Flötenspiel vergnügen, einnehmen, bezaubern; ὅταν τις μουσικῇ παρέχῃ καταυλεῖν Plat. Rep. III, 411 a; καταυλῆσαί τινος Legg. VII, 790 e; Ael. H. A. 12, 44 u. a. Sp.; τοῦ τόπου, mit dem Spiel erfüllen, Ath. XIV, 624 b; τὰ μητρῷα, am Fest der Cybele die Flöte blasen, ib. 618 c; übertr., τάχα σ' ἐγὼ μᾶλλον χορεύσω καὶ καταυλήσω φόβῳ, in Furcht verstricken, Eur. Herc. Fur. 871. – Pass. sich auf der Flöte vorspielen lassen, sich am Flötenspiel ergötzen, μεϑύων καὶ καταυλούμενος Plat. Rep. VIII, 561 c; Posidon. bei Ath. V, 210 f; Sp., wie D. Hal. 2, 19; κρούων τύμπανα καὶ καταυλούμενος τὸν βίον κατέστρεψεν Ael. V. H. 9, 8; νῆσος κατηυλεῖτο, die Insel erklang vom Flötenspiel, Plut. Anton. 56. – Bei Suid. auch = verspottet werden, χλευάζεσϑαι.
-
12 εὔ-θροος
-
13 βαρύ-βρομος
βαρύ-βρομος, stark tönend, Hom. frg. 71; αὐλός Eur. Bacch. 151; τύμπανα Hel. 1305; κῦμα ἅλιον Phoen. 183; πόντος Ar. Nub. 284; sp. D.; βροντή Luc. Tim. 1.
-
14 βάκλα
-
15 ἀραξί-χειρα
ἀραξί-χειρα τύμπανα, mit der Hand geschlagen, Phil. Th. 6 (VI, 94), wo früher ἀραξό-χειρα stand, welche Form der Analogie widerstreitet, s. Lob. Phryn. p. 770.
-
16 ῥακτήριος
ῥακτήριος, womit man schlägt; zum Schlagen, Werfen; lärmend, tosend, Soph. frg. 631 bei Hesych., der ψοφώδης erkl., wie ῥακτήρια, τύμπανα, u. κέντρα ἀντὶ τοῠ κῶπαι.
-
17 ἠχεῖον
ἠχεῖον, τό ( ἦχος), starkschallende Instrumente, Pauken od. Becken von Erz, ῥόπτρα βυρσοπαγῆ καὶ κοῖλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῖς Plut. Crass. 23, wofür er nachher τύμπανα sagt; vgl. Schol. Theocr. 2, 36. – Die Resonanz an der Lyra, τὸ πρὸς τῇ μαγάδι χάλκωμα Hesych.; übh. was zur Verstärkung des Tones dient, Sp. – Auch eine Theatermaschine, den Schall des Donners nachzuahmen, Schol. Ar. Nubb. 292.
-
18 αραξιχειρ
-
19 ευρημα
- ατος τό1) выдумка, изобретение(τύμπανα, Ῥέας εὑρήματα Eur.; νόμος εὕ. θεῶν Dem.)
2) средство (против чего-л.)(τὰ τῶν ἰατρῶν εὑρήματα Dem.)
3) способ, выход, спасение(τῆς ξυμφορᾶς Eur.)
εὕ. εἶναι διακινδυνεῦσαι Thuc. — (Никий сказал, что) выход заключается в риске4) (счастливая) находка5) (неожиданное) счастье, удачаεὕ. εὕρηκε Her. — ему повезло
6) найденыш(εὕ. δέχεσθαι ἔκ τινος Soph.)
-
20 παταγεω
1) стучать, грохотать, шуметьπαταγεῦσα ἅλς Anth. — ревущее море;
π. ἅτε πτηνῶν ἀγελαι Soph. — шуметь словно птичьи стаи2) заставлять звучатьτύμπανα π. Luc. — бить в бубны;
ἥ βροντέ ἐπαταγεῖτο Luc. — гром гремел
См. также в других словарях:
τύμπανα — τύμπανον kettledrum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τύμπαν' — τύμπανα , τύμπανον kettledrum neut nom/voc/acc pl τύμπανε , τύμπανος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
TYMPANUM — I. TYMPANUM a τύπτω, i. e. percutio, quale fuerit, antiqua numismata indicant, in quorum aversa parte Cybele Mater Deûm Tympanum in sinu gerit, vel eidem innititur. Ex im ie descripsit Plinius de margaritis agens, l. 9. c. 35. Quibus una tantum… … Hofmann J. Lexicon universale
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek
βυρσοτενής — βυρσοτενής, ές (Α) φρ. «βυρσοτενῆ τύμπανα» τα τύμπανα που έχουν επάνω τους τεντωμένο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + τενής < τείνω] … Dictionary of Greek